- ακτημοσύνη
- ητο να μην έχει κανείς περιουσία: Η ακτημοσύνη ήταν μια από τις απαιτήσεις του μοναχικού βίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀκτημοσύνη — poverty fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημοσύνῃ — ἀκτημοσύνη poverty fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακτημοσύνη — η (Α ἀκτημοσύνη) [ἀκτήμων] έλλειψη κτηματικής περιουσίας, ανέχεια, φτώχεια μσν. 1. κατάργηση τής ατομικής ιδιοκτησίας, κοινοκτημοσύνη 2. η μη κατοχή κτηματικής περιουσίας ως χαρακτηριστικό τού μοναχικού βίου … Dictionary of Greek
ἀκτημοσύνηι — ἀκτημοσύνῃ , ἀκτημοσύνη poverty fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημοσύνην — ἀκτημοσύνη poverty fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημοσύνης — ἀκτημοσύνη poverty fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκτημοσύνας — ἀκτημοσύνᾱς , ἀκτημοσύνη poverty fem acc pl ἀκτημοσύνᾱς , ἀκτημοσύνη poverty fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КРАНТОР — КРАНТОР (Κράντωρ) из Сол, Сицилия (ок. 340/35 275 до н. э., Афины) греческий философ, представитель Древней Академии, ученик Ксенократа и Кратета, товарищ Полемона, делил кров и стол с Аркесилаем. Диоген Лаэртий сообщает о сочинении Крантора… … Философская энциклопедия
КРАТЕТ ФИВАНСКИЙ — КРАТЕТ ФИВАНСКИЙ (Κράτης ὁ Θηβαῖος) (ок. 368/365 288/285 до н. э.), представитель старшего поколения киников, ученик Диогена Синопского (D. L. I 15), первый учитель стоика Зенона из Кития, составившего книгу «Воспоминаний о Кратете».… … Античная философия
непритѧжаниѥ — НЕПРИТѦЖАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. Нестяжание, бескорыстие: х(с)вѹ нищетѹ възлюбивъ и смерениѥ. и непритѧжаниѥ. [ПрЮр XIV, 163а – нестѧжаниѥ] ˫ако въ постелi мѣсто мѧкъкы камениѥ имѣти и на тѣхъ ѡпочивати. ПрЛ XIII, 76а; Добро непритѧжа(н)е. и имѣнью… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)